κατευνάσει

κατευνάσει
κατευνά̱σει , κατευνάω
aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic)
κατευνά̱σει , κατευνάω
fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)
κατευνά̱σει , κατευνάω
fut ind act 3rd sg (doric aeolic)
κατευνά̱σει , κατευνάω
aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic)
κατευνά̱σει , κατευνάω
fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)
κατευνά̱σει , κατευνάω
fut ind act 3rd sg (doric aeolic)
κατευνάζω
put to bed
aor subj act 3rd sg (epic)
κατευνάζω
put to bed
fut ind mid 2nd sg
κατευνάζω
put to bed
fut ind act 3rd sg
κατευνάζω
put to bed
aor subj act 3rd sg (epic)
κατευνάζω
put to bed
fut ind mid 2nd sg
κατευνάζω
put to bed
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Βορέας — Προσωποποίηση του ανέμου βοριά στην ελληνική μυθολογία. Αναφέρεται ως γιος του Αστραία (ή του Τυφώνα) και της Ηούς και ισχυρότερος από τους τρεις αδελφούς του, τον Νότο, τον Εύρο και τον Ζέφυρο. Ο Β. συνδέεται στενά με τη Θράκη, τα όρη της και… …   Dictionary of Greek

  • Βορεάς — Προσωποποίηση του ανέμου βοριά στην ελληνική μυθολογία. Αναφέρεται ως γιος του Αστραία (ή του Τυφώνα) και της Ηούς και ισχυρότερος από τους τρεις αδελφούς του, τον Νότο, τον Εύρο και τον Ζέφυρο. Ο Β. συνδέεται στενά με τη Θράκη, τα όρη της και… …   Dictionary of Greek

  • μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • μηνάς — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… …   Dictionary of Greek

  • παροργισμός — ὁ, ΜΑ [παροργίζω] η ψυχική κατάσταση τής οργής η οποία έχει προκληθεί από κάποια αιτία («ὁ ἥλιος μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῷ παροργισμῷ ὑμῶν» την ώρα που βασιλεύει ο ήλιος ας έχετε κατευνάσει την οργή σας, ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • πουλολόγος — Μεσαιωνικό ποίημα του 14ου αι., γραμμένο στη δημοτική γλώσσα. Αποτελείται από 650 πολιτικούς στίχους. Ίσως το ποίημα γράφτηκε σε κάποια χώρα, της οποίας οι κάτοικοι εξοικειώθηκαν με τα φραγκικά ήθη. Ο τίτλος του ποιήματος οφείλεται στο… …   Dictionary of Greek

  • σιωνισμός — Πολιτικοθρησκευτικό κίνημα που ιδρύθηκε από το Χερτσλ, κατά τα τέλη του περασμένου αιώνα, με σκοπό τη δημιουργία στην Παλαιστίνη ενός νέου εβραϊκού κράτους, που θα είχε προορισμό να συγκεντρώσει όλους τους Εβραίους που ήταν διεσπαρμένοι στον… …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”